πυριδινικός

πυριδινικός
-ή, -ό, Ν [πυριδίνη]
(βιοχ.)
1. αυτός που έχει ως βάση την πυριδίνη
2. φρ. «πυριδινικά συνένζυμα» — τα δύο συνένζυμα που περιέχουν νικοτιναμίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”